- ἐπιχρέμπτου
- ἐπιχρέμπτομαιpunctuate with spittingpres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)ἐπιχρέμπτομαιpunctuate with spittingimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχρέμπτομαι — ἐπιχρέμπτομαι (Α) αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῑς λεγομένοις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»] … Dictionary of Greek